- ἐκόπτοντο
- рыдали
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐκόπτοντο — κόπτω cut imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
plāk-2, plāg- , also plēk-, plēg- — plāk 2, plāg , also plēk , plēg English meaning: to hit Deutsche Übersetzung: ‘schlagen” Material: Gk. πλήσσω (*plüki̯ ō), πλήγνῡμι “hit”, πληγή, Dor. πλᾱγα “blow, knock”, πλῆκτρον “beetle, hammer etc.”; nasal. πλάζω… … Proto-Indo-European etymological dictionary